καλαθόσφαιρα

καλαθόσφαιρα
και καλαθοσφαίριση, η
αγωνιστικό παιγνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν να ρίξουν τη μπάλα μέσα στο καλάθι τής αντίπαλης ομάδας, αλλ. μπάσκετ μπωλ ή απλώς μπάσκετ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. basket-ball < basket «καλάθι» + ball «μπάλλα, σφαίρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλαθόσφαιρα — καλαθόσφαιρα, η και καλαθοσφαίριση, η μπάσκετ μπολ: Δεν έχουμε καλή ομάδα στην καλαθοσφαίριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… …   Dictionary of Greek

  • μπάσκετμπολ — το άκλ. καλαθόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. basket ball] …   Dictionary of Greek

  • ομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα σύνολο, σε μία ομάδα ανθρώπων («ομαδικό πνεύμα») 2. αυτός που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες (α. «ομαδική απεργία» β. «ομαδική αποχώρηση») 3. φρ. α) «ομαδικά αγωνίσματα» ή «ομαδικά αθλήματα» αθλητικά …   Dictionary of Greek

  • σκριν — το, Ν άκλ. (ξεν.) (στην καλαθόσφαιρα) κίνηση με την οποία ένας παίκτης παίρνει θέση μπροστά από τον αντίπαλο προκειμένου να τόν εμποδίσει να πλησιάσει τον ετοιμαζόμενο να σημειώσει καλάθι συμπαίκτη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. screen «προπέτασμα»] …   Dictionary of Greek

  • τρίποντο — το, Ν (αθλ.) (στην καλαθόσφαιρα) βολή πού αντιστοιχεί με τρεις πόντους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόντος] …   Dictionary of Greek

  • χαντ–μπολ — Άθλημα που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, αλλά είναι έτσι προσαρμοσμένο ώστε να παίζεται με τα χέρια. Ο όρος είναι αγγλικός, επικράτησε όμως αντί του ελληνικού χειροσφαίριση. Το γήπεδο και η εστία στην οποία παίζεται έχουν τις ίδιες διαστάσεις, οι… …   Dictionary of Greek

  • διαιτητής — ο 1. αυτός που εκλέγεται από τους διαδίκους, για να επιλύσει τη διαφορά τους. 2. αυτός που επιβλέπει σε ένα ομαδικό παιχνίδι, ποδόσφαιρο, καλαθόσφαιρα κτλ. και έργο του είναι η σωστή τήρηση των κανονισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάσκετ μπολ — το άκλ. (λ. αγγλ.), η καλαθόσφαιρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”